- πολυγράμματος
- -η, -ο / πολυγράμματος, -ον, ΝΜΑ(για λέξη) αυτός που αποτελείται από πολλά γράμματααρχ.1. αυτός που είναι σημαδεμένος με πολλά γράμματα, ο στιγματίας2. αυτός που γνωρίζει πολλά γράμματα, μορφωμένος, πολυμαθής («πολυγράμματος καὶ μεμουσωμένος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -γράμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. μονο-γράμματος].
Dictionary of Greek. 2013.